- δάρμα
- δάρμα, ατος, τό, Delph.,A = δέρμα, Michel995D35 (ca.400 B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δάρμα — Βλ. λ. ντάρμα. * * * (I) το [δέρω] δαρμός. (II) δάρμα, το (Α) δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Δελφικός τ. αντί τού δέρμα*] … Dictionary of Greek
δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
χιναγιάνα — (κατά λέξη: μικρό όχημα). Το πρώτο από τα βουδιστικά ρεύματα που ιδρύθηκαν μετά τον θάνατο του διδασκάλου: γιάνα στη σανσκριτική σημαίνει όχημα και αυτό είναι το μέσον χάρη στο οποίο ο βουδιστής μπορεί να περάσει τον ποταμό της ζωής και της… … Dictionary of Greek